- χαμπαρίζω
- και χαμπαριάζω Ν [χαμπάρι]1. αντιλαμβάνομαι, παίρνω είδηση, μυρίζομαι, οσφραίνομαι2. είμαι γνώστης ενός αντικειμένου («τί χαμπαρίζει αυτός από αγγλικά;»)3. καταλαβαίνω («από όσα μού λες, δεν χαμπαρίζω τίποτε»)4. λαμβάνω ὑπ' όψιν μου, υπολογίζω («μπροστά στο κέφι του δεν χαμπαρίζει κανέναν»).
Dictionary of Greek. 2013.