χαμπαρίζω

χαμπαρίζω
και χαμπαριάζω Ν [χαμπάρι]
1. αντιλαμβάνομαι, παίρνω είδηση, μυρίζομαι, οσφραίνομαι
2. είμαι γνώστης ενός αντικειμένου («τί χαμπαρίζει αυτός από αγγλικά;»)
3. καταλαβαίνω («από όσα μού λες, δεν χαμπαρίζω τίποτε»)
4. λαμβάνω ὑπ' όψιν μου, υπολογίζω («μπροστά στο κέφι του δεν χαμπαρίζει κανέναν»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χαμπαρίζω — χαμπαρίζω, χαμπάρισα βλ. πίν. 33 και πρβλ. χαμπαριάζω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χαμπαρίζω — 1. παίρνω χαμπάρι, παίρνω είδηση. 2. καταλαβαίνω, κατανοώ: Κάτι χαμπαρίζω και εγώ από αυτοκίνητα. 3. λογαριάζω, υπολογίζω: Δε χαμπαρίζει κανέναν αυτός ο άνθρωπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”